- σκηπτοφόρος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) βλ. σκηπτροφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκηπτοφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαπτοφόρος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. σκηπτοφόρος … Dictionary of Greek
σκηπτροφόρος — και ποιητ. τ. σκηπτοφόρος και δωρ. τ. σκαπτοφόρος, ον, Α 1. αυτός που φέρει, που κρατά σκήπτρο 2. βασιλικός («σκηπτροφόρος σοφία», Μελέαγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκήπτρον / σκῆπτον (βλ. λ. σκᾶπτον) + φόρος*] … Dictionary of Greek